ἀπηγέομαι

ἀπηγέομαι
ἀπηγέομαι, [full] ἀπήγημα, [full] ἀπήγησις, [dialect] Ion. for ἀφηγ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπηγέομαι — ἀφηγέομαι lead the way from pres ind mid 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφηγούμαι — ( έομαι) και αφηγιέμαι (AM ἀφηγοῡμαι, Α και ἀπηγέομαι, ιων. τ.) διηγούμαι, εξιστορώ αρχ. μσν. τὸ ἀπηγημένον, τὸ ἀφηγούμενον η αφήγηση, αυτό που αφηγούμαι αρχ. οδηγώ, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηγούμαι. Ο νεοελλ. τ. αφηγιέμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”